- νταρντάνα
- η1. ναυτ. είδος ιστιοφόρου φορτηγού με ψηλή πρύμνη και πλατιά ισχία2. μτφ. (για πρόσ.) α) εύσωμη και ευτραφής γυναίκα, λεβέντισσαβ) μεγαλόσωμη και άχαρη γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tartana «είδος μεγάλου πλοίου»].
Dictionary of Greek. 2013.